ἐμεσία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, (ἐμέω) disposition to vomit, Hp.Morb.2.40,43 (pl.).
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
medic. ganas de vomitar, emesia ἐμεσίαι μιν λαμβάνουσι Hp.Morb.2.40, cf. 43
•plu. náuseas, vómitos Hsch.
German (Pape)
[Seite 807] ἡ, Neigung zum Erbrechen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμεσία: ἡ, (ἐμέω) διάθεσις πρὸς ἔμετον, ναυτία, ἀναγοῦλα, Ἱππ. 473. 11.