κενοφρόνημα
Greek (Liddell-Scott)
κενοφρόνημα: τό, = τῷ ἑπομ., Ἐπιφάν.
Greek Monolingual
κενοφρόνημα, τὸ (Α)
κενοφροσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + φρόνημα (< φρονῶ)].
German (Pape)
τό, = κενοφροσύνη, Sp.
κενοφρόνημα: τό, = τῷ ἑπομ., Ἐπιφάν.
κενοφρόνημα, τὸ (Α)
κενοφροσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + φρόνημα (< φρονῶ)].
τό, = κενοφροσύνη, Sp.