κεντιά
Greek Monolingual
η κεντώ
1. κέντηση
2. οξύς σωματικός πόνος, σουβλιά
3. οξύς πόνος που προέρχεται από τσίμπημα
4. μτφ. ενοχλητικός, δυσάρεστος υπαινιγμός, πείραγμα.
η κεντώ
1. κέντηση
2. οξύς σωματικός πόνος, σουβλιά
3. οξύς πόνος που προέρχεται από τσίμπημα
4. μτφ. ενοχλητικός, δυσάρεστος υπαινιγμός, πείραγμα.