σουβλιά
From LSJ
Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau
Greek Monolingual
η / σουβλέα, Ν Μ, και σουγλιά Ν σούβλα / σούγλα
τρύπημα ή πλήγμα με σουβλί, καθώς και το τραύμα που προκαλείται από αυτό («καὶ κρούω σουβλέαν τὸ χέρι μου καὶ διέβην ἀπεκεῖθε», Πρόδρ.)
νεοελλ.
1. μτφ. οξύς και διαπεραστικός πόνος, σφάχτης
2. τα κομμάτια κρέατος που χωρούν σε μία σούβλα.