κεπφώδης

German (Pape)

[Seite 1419] ες, von der Art des Vorigen, gimpelhaft.

Greek (Liddell-Scott)

κεπφώδης: -ες, ὡς ὁ κέπφος, ἀνόητος, μωρός, κουτός, μεταγεν.