κερατίτις

Greek Monolingual

η
(εντομ.) γένος εντόμων της οικογένειας Trypetidae, τάξη δίπτερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. ceratitis < cerat- (πρβλ. κέρας, -τος) + itis (πρβλ. -ῖτις, θηλ. της -ίτης)].