κερατοπλήκτωρ

German (Pape)

[Seite 1422] ορος, ὁ, mit den Hörnern stoßend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κερατοπλήκτωρ: -ορος, ὁ διὰ τῶν κεράτων πλήττων, κ. ταῦρος Κωνστ. Μανασσ. Χρον. 256. 6C.

Greek Monolingual

κερατοπλήκτωρ, -ορος, ὁ (Μ)
αυτός που χτυπά με τα κέρατά του («κερατοπλήκτωρ ταῦρος», Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, -τος + πλήκτωρ (< πλήσσω)].