κερατοποιέω

English (LSJ)

make horn-shaped, Sch.Arat.780.

Greek (Liddell-Scott)

κερᾱτοποιέω: κάμνω τι κατὰ τὸ σχῆμα κέρατος, Θέων ἐν Ἀράτ. Διοσ. 48 (780). ΙΙ. κάμνω τι σκληρὸν ὡς κέρας, σκληρύνω, Ἰω. Χρυσόστ. τ. 2, σ. 32Β.

German (Pape)

Hörner machen, Schol. Arat. 48.