κερατόπουλον
Greek Monolingual
κερατόπουλον, τὸ (Μ)
μικρό κέρατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, -τος + υποκορ. κατάλ. -πουλον (πρβλ. βασιλόπουλον, πριγκιπόπουλον)].
κερατόπουλον, τὸ (Μ)
μικρό κέρατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, -τος + υποκορ. κατάλ. -πουλον (πρβλ. βασιλόπουλον, πριγκιπόπουλον)].