κερατόφωνος

English (LSJ)

κερατόφωνον, sounding with the horn, of the μάγαδις struck by the plectrum, Telest.4.

German (Pape)

[Seite 1422] wie ein Horn tönend, κλαγγά, der Schall des Hornes, Telest. Ath. XIV, 637 a.

Greek (Liddell-Scott)

κερᾱτόφωνος: -ον, πέμπων φωνὴν κερατίνης σάλπιγγος, περὶ τῆς μαγάδιδος κρουομένης διὰ τοῦ πλήκτρου (;), Τελέστ. 5.

Greek Monolingual

κερατόφωνος, -ον (Α)
αυτός που ηχεί όπως το κέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, -τος + -φωνος (< φωνή), πρβλ. βαθύ-φωνος, μεγαλό-φωνος].