κερατῖτις

English (LSJ)

ιδος, ἡ, horned, μήκων κ. horned poppy, Glaucium flavum, Thphr. HP 9.12.3, Dsc.4.65, Plin. HN20.205.

German (Pape)

[Seite 1422] ιδος, μήκων Theophr. u. Diosc., hornförmig, eine Art wilder Mohn.

Russian (Dvoretsky)

κερᾱτῖτις: ιδος adj. f рогатая Plin.

Greek (Liddell-Scott)

κερᾱτῖτις: -ιδος, ἡ, ἔχουσα κέρατα, μήκων κ., μὲ κέρατα, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 12, 3, Διοσκ. 4. 66, Πλίν.

Greek Monolingual

η
(εντομ.) γένος εντόμων της οικογένειας Trypetidae, τάξη δίπτερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. ceratitis < cerat- (πρβλ. κέρας, -τος) + itis (πρβλ. -ῖτις, θηλ. της -ίτης)].