κερδαλεότης
German (Pape)
[Seite 1423] ητος, ἡ, = κερδοσύνη, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
κερδᾰλεότης: -ητος, ὁ, πανουργία, δολιότης, Εὐστ. Πονημ 68. 10.
Greek Monolingual
κερδαλεότης, -ητος, ἡ (Μ) κερδαλέος
πανουργία, δολιότητα.
[Seite 1423] ητος, ἡ, = κερδοσύνη, Eust.
κερδᾰλεότης: -ητος, ὁ, πανουργία, δολιότης, Εὐστ. Πονημ 68. 10.
κερδαλεότης, -ητος, ἡ (Μ) κερδαλέος
πανουργία, δολιότητα.