δολιότης
From LSJ
ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity
English (LSJ)
-ητος, ἡ, deceit, subtlety, LXX Nu.25.17, al.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
engaño, astucia ὅτι ἐχθραίνουσιν αὐτοὶ ἡμῖν ἐν δολιότητι LXX Nu.25.18, cf. Ps.37.13, 49.19, ἄνδρες αἱμάτων καὶ δολιότητος LXX Ps.54.24, καλύψαι ... ἐν δολιότητι LXX Si.37.3, cf. Vett.Val.2.2, αἴτιος ... δολιότητος Vett.Val.371.31, δ. καὶ πονηρία Herm.Sim.8.6.2, ἐν δολιότητι ποιήσειν T.Iud.12.7, ὁ διάβολος λέξεις ὑπέβαλε μεστὰς δολιότητος Ath.Al.M.25.545C, cf. Mac.Aeg.Hom.3.4.
German (Pape)
[Seite 654] ητος, ἡ, Listigkeit, Verschlagenheit; LXX. Schol. Ar. Equ. 331.
Greek (Liddell-Scott)
δολιότης: -ητος, ἡ, ἀπάτη, πανουργία, Ἑβδ. (Ἀριθμ. κε΄, 17, κ. ἀλλ.).