κεροτυπῶ, -έω (Α)1. κερατίζω, χτυπώ με τα κέρατα2. παθ. κεροτυποῦμαι, -όομαι(μτφ) προσβάλλομαι, χτυπιέμαι άγρια («νῆες κεροτυπούμεναι χειμῶνι», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + -τυπῶ (< τύπος < τύπος < τύπτω), πρβλ. ζηλοτυπώ, πρωτοτυπώ].