ζηλοτυπώ
From LSJ
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
Greek Monolingual
(AM ζηλοτυπῶ, -έω) ζηλότυπος
1. φθονώ, ζηλεύω
2. (για συζύγους ή εραστές) ανησυχώ για τη συζυγική ή ερωτική πίστη, κατέχομαι από ζηλοτυπία
αρχ.
1. αγανακτώ με κάτι («καὶ ἐζηλοτύπει τά γιγνόμενα», Αισχίν.)
2. προσποιούμαι, υποκρίνομαι ότι ενδιαφέρομαι πολύ για κάτι
3. μιμούμαι κάτι με ζήλο
4. αποδοκιμάζω έντονα.