κερουτιασμός

German (Pape)

[Seite 1425] ὁ, Stolz, Phot. lex., wenn die Lesart richtig ist.

Greek Monolingual

κερουτιασμός, ὁ (Μ) κερουτιώ
υψηλοφροσύνη, έπαρση.