υψηλοφροσύνη
From LSJ
μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
Greek Monolingual
η / ὑψηλοφροσύνη, ΝΜΑ ὑψηλόφρων
το να είναι κανείς υψηλόφρων, γενναιοφροσύνη.
μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
η / ὑψηλοφροσύνη, ΝΜΑ ὑψηλόφρων
το να είναι κανείς υψηλόφρων, γενναιοφροσύνη.