κερουτιώ

From LSJ

εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun

Source

Greek Monolingual

κερουτιῶ, -άω (Α)
1. (για ζώα που έχουν κέρατα) κινώ βιαίως τα κέρατα προς τα πάνω
2. μτφ. υψώνω το κεφάλι και υπερηφανεύομαι («ἀνωρτάλιζες κἀκερουτίας», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κερουτ- (< κερούττα, υποτιθέμενος αττ. τ. του κερούσσα, < κερόεσσα, θηλ. του κερόεις) + κατάλ. -ίάω / -ιώ, χαρακτηριστική τών εφετικών ρ.].