κερᾴδιον
English (LSJ)
τό, Dim. of κεραία, IG22.1648.22, prob. in BCH35.16 (Delos): less prob. κεραΐδιον.
Greek (Liddell-Scott)
κερᾴδιον: τό, ὑποκρ. τοῦ κέρας, CIA II. 226, 22.
Greek Monolingual
κερᾴδιον, τὸ (Α)
μικρή κεραία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραία + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. αρχαίος - αρχαϊκός). Το -ι- υπεγράφη, μαρτυρείται όμως και τ. κεραΐδιον].