κεστώδεις

Greek Monolingual

οι ζωολ. τάξη πλατυελμίνθων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cestoda < cest- (πρβλ. κεστός «ταινία, ζώνη») + -oda (πρβλ. -ώδη, πληθ. ουδ. της -ώδης)].