κεφαλίζω

English (LSJ)

behead, BGU341.9.

German (Pape)

[Seite 1428] an den Kopf schlagen u. übh. tödten, s. Lob. zu Phryn. p. 95.

Greek (Liddell-Scott)

κεφαλίζω: τύπτω εἰς τὴν κεφαλήν, ἴδε Λοβέκ. ἐν σημ. εἰς Φρύνιχ. σ. 95.

Greek Monolingual

κεφαλίζω (Α) κεφαλή
αποκεφαλίζω, καρατομώ.