αποκεφαλίζω
From LSJ
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
(AM ἀποκεφαλίζω)
κόβω το κεφάλι κάποιου
νεοελλ.
1. κόβω το κεφάλι, αφαιρώ την κορυφή («το κόμμα αποκεφαλίστηκε»)
2. καταδικάζω σε θάνατο με αποκεφαλισμό.