κεφαλιάτικος

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που αναφέρεται στον κατ' άτομο υπολογισμό
2. το ουδ. ως ουσ. το κεφαλιάτικο
ο κεφαλικός φόρος, το χαράτσι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφάλι + κατάλ. -ιάτικος (πρβλ. ανοιξιάτικος, μην-ιάτικος)].