κεφαλόθλαστος
English (LSJ)
κεφαλόθλαστον, bruised in the head: τὰ κ. contusions of the head, Thphr. HP 9.20.4.
German (Pape)
[Seite 1428] mit gequetschtem Kopfe; τὸ κεφ., Kopfquetschung, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
κεφᾰλόθλαστος: -ον, ἔχων τεθλασμένην τὴν κεφαλήν· τὰ κ., θλάσματα τῆς κεφαλῆς, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 20, 4.
Greek Monolingual
κεφαλόθλαστος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει σπασμένο το κεφάλι του
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κεφαλόθλαστα
σπασίματα, ζουλίσματα, μώλωπες του κεφαλιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -θλαστος (< θλαστός < θλῶ «σπάω»), πρβλ. ημισύθλαστος, νευρόθλαστος].