Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
κηλεπίδεσμος
Greek Monolingual
ο συσκευή αποτελούμενη από ένα ή περισσότερα προσκεφάλαια, που προορίζονται για το φράξιμο ενός κηλικού στομίου, και από ένα ελατήριο ή ζώνη για τη συγκράτηση του ή τών προσκεφαλαίων. [ΕΤΥΜΟΛ.<κήλη+επίδεσμος].