κηπεία
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1432] ἡ, der Gartenbau; Plat. Legg. VIII, 845 d; D. Sic. 5, 43.
Russian (Dvoretsky)
κηπεία: ἡ садоводство Plat., Diod.
Greek (Liddell-Scott)
κηπεία: ἡ, (κηπεύω) ἡ καλλιέργεια κήπου, Πλάτ. Νόμ. 845D, Διόδ. 5. 43.
Greek Monolingual
κηπεία, ἡ (Α) κηπεύω
στον πληθ. αἱ κηπεῖαι
α) κήποι, περιβόλια
β) η καλλιέργεια τών κήπων.