κηρυκήϊον

English (LSJ)

Ionic for κηρύκειον.

German (Pape)

[Seite 1434] ion. = κηρυκεία, κηρύκειον.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
ion. c. κηρύκειον.

Greek Monolingual

κηρυκήϊον, τὸ (Α)
ιων. τ. βλ. κηρύκειον.