κηρυκεία
οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → keeping silence is not shameful; speaking at random is (Menander)
English (LSJ)
Ion. κηρυκηΐη, ἡ,
A office of herald or crier, Hdt.7.134 (pl.), Pl.Lg.742b, IG22.145; ἐπὶ κηρυκείαν ἀποστέλλεσθαι on an embassy, Lex ap.Aeschin.1.21.
2 crier's pay, Is.Fr. 46.
German (Pape)
[Seite 1434] ἡ, ion. κηρυκηΐη, das Heroldsamt; Her. 7, 134, Plat. Legg. V, 742 b; Sp. – Der Lohn des Herolds, Isae. bei Harpocr.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
salaire d'un crieur public.
Étymologie: κῆρυξ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κηρυκεία -ας, ἡ, Ion. κηρυκηΐη [κῆρυξ] ambt van heraut.
Russian (Dvoretsky)
κηρῡκεία: ион. κηρῡκηΐη ἡ
1 должность глашатая Her., Thuc.;
2 обязанности посла, посольство: ἐπὶ κηρυκείαν ἀποστέλλεσθαι Aeschin. быть отправленным с посольством;
3 вознаграждение глашатаю Isae.
Greek Monotonic
κηρῡκεία: Ιων. -ηΐη, ἡ (κῆρυξ), το αξίωμα του κήρυκα ή του «κράχτη», σε Ηρόδ., Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
κηρῡκεία: Ἰων. -ηΐη, ἡ, τὸ ἀξίωμα ἢ τὸ ἔργον κήρυκος, Ἡρόδ. 7. 134, Πλάτ. Νόμ. 742Β· ἐπὶ κηρυκείαν ἀποστέλλεσθαι, ἐπὶ πρεσβείας, Νόμ. παρ’ Αἰσχίν. 3, ἐν τέλ. 2) ὁ μισθὸς τοῦ κήρυκος Ἰσαῖ. παρ’ Ἁρποκρ. ΙΙ. παρ’ Ἐκκλησ. τὸ κηρύττειν τὸν θεῖον λόγον.