κηρωματιστής

English (LSJ)

κηρωματιστοῦ, ὁ, one who anoints with κήρωμα 1, Sch.Ar.Eq.490.

German (Pape)

[Seite 1435] ὁ, der mit Wachssalbe Bestreichende, = ἀλείπτης, Schol. Ar. Eq. 490.

Greek (Liddell-Scott)

κηρωματιστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀλείφων μὲ κήρωμα (πρβλ. ἀλείπτης), ὡς ἐκ ῥήμ. κηρωματίζω, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 490.

Greek Monolingual

κηρωματιστής, ὁ (Α)
αυτός που άλειφε με κήρωμα, με κεραλοιφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κήρωμα, πιθ. μέσω ενός αμάρτ. κηρωματ-ίζω].