κητέλαια

Greek Monolingual

τα
χημ. ζωικά έλαια που λαμβάνονται από την τήξη τών λιπαρών στιβάδων τών κητωδών, χρήσιμα στη σαπωνοποιία, ως λιπαντικά και, μερικές φορές, στην παρασκευή εδώδιμων λιπών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῆτος + ἔλαια, πληθ. του ελαιον].