κητίνη

Greek Monolingual

η
χημ. το κύριο συστατικό του κήτειου σπέρματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cetine < cet- (πρβλ. κήτος) + ine (< λατ. -inus)].