κήτος
From LSJ
Greek Monolingual
το (ΑΜ κῆτος)
1. γενική ονομασία θαλάσσιων ψαριών μεγάλου μεγέθους ή μεγάλων υδρόβιων θηλαστικών της τάξης τών κητωδών, θαλάσσιο θηρίο («δελφῖνάς τε κύνας τε, καὶ εἲ πόθι μεῖζον ἕλῃσι κῆτος», Ομ. Οδ.)
2. (ως κύριο όν. Κήτος
επιμήκης αστερισμός που εκτείνεται κυρίως στην περιοχή του Ισημερινού
νεοελλ.
μτφ. πολύ παχύς άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.
ΠΑΡ. κήτειος, κητώδης
αρχ.
κήτημα, κητήνη, κητούμαι
αρχ.-μσν.
κητώος
νεοελλ.
κητίνη.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κητόδορπος, κητοθηρείον, κητοφάγος, κητοφόνος
μσν.
κητοτρόφος, κητοφόντης
νεοελλ.
κητέλαια, κητοειδής, κητόσαυρος, κητόσπερμα. (Β' συνθετικό) αρχ. βαθυκήτης, μεγακήτης, πολυκήτης.