Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
κιαροσκούρο
Greek Monolingual
το 1.τεχνική στις εικαστικές τέχνες η οποία χρησιμοποιείται για την απόδοση του φωτός και της σκιάς ανεξάρτητα από τη χρήση χρώματος, η φωτοσκίαση 2. η εικόνα που γίνεται με αυτό τον τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ.< ιταλ. chiaroscuro].