φωτοσκίαση

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source

Greek Monolingual

η, Ν
το κιαροσκούρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτοσκιάζω. Η λ., στον λόγιο τ. φωτοσκίασις, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].