κιβδήλιος

Greek Monolingual

κιβδήλιος, -ον (Μ) κίβδηλος
αυτός που προσιδιάζει στον κίβδηλο, ψεύτικος, απατηλός («ἂν μὴν ῥυπαίνῃς τὴν ψυχὴν ῥήμασι κιβδηλίοις», Κ. Μανασσ.).