κιμάς

Greek Monolingual

ο
1. κρέας αλεσμένο με ειδική μηχανή ή ψιλοκομμένο με ειδικό μαχαίρι
2. φρ. «θα τον κάνω κιμά όταν τον δω» — θα τον χτυπήσω πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kiyma].