ο1. κρέας αλεσμένο με ειδική μηχανή ή ψιλοκομμένο με ειδικό μαχαίρι2. φρ. «θα τον κάνω κιμά όταν τον δω» — θα τον χτυπήσω πολύ.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kiyma].