ο (ορυκτ.) αργιλώδες ορυκτό που αφθονεί στη νήσο Κίμωλο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. kimolite (< γερμ. Zimolit < Κίμωλος) + κατάλ. -ite].