οῦ, ὁ, v. κινώπετον.
κινωπηστής, ὁ (Α)κινώπετον.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κινωπ- (πρβλ. κινώπετον) + επίθημα -ηστής (πρβλ. ερπηστής, τευχηστής)].
(wie ἑρπηστής neben ἑρπετόν), = κινώπετον; Nic. Ther. 141; vgl. Lobeck Paralipp. 449.