κιρράς

English (LSJ)

κιρράδος, ἡ, poet. fem. of κιρρός, Nic.Th.519.

Greek (Liddell-Scott)

κιρράς: -άδος, ἡ, ποιητ. θηλ. τοῦ κιρρός, Νικ. Θηρ. 519.

Greek Monolingual

κιρράς, -άδος, ἡ (Α)
(ποιητ. τ.) βλ. κιρρός.

German (Pape)

άδος, ἡ, fem. zu κιρρός, οἴνη, Nic. Ther. 519.0