κιρρώδης
English (LSJ)
κιρρῶδες, inclined to orange-tawny, Hippiatr.104.
Greek Monolingual
κιρρώδης, -ῶδες (Μ) κιρρός
αυτός που έχει το χρώμα του πορτοκαλιού.
German (Pape)
ες, = κιρροειδής, Sp.
κιρρῶδες, inclined to orange-tawny, Hippiatr.104.
κιρρώδης, -ῶδες (Μ) κιρρός
αυτός που έχει το χρώμα του πορτοκαλιού.
ες, = κιρροειδής, Sp.