κισσοχαρής

English (LSJ)

κισσοχαρές, delighting in ivy, Orph.H.52.12.

German (Pape)

[Seite 1443] ές, sich des Epheus freuend, Orph. H. 51.

Greek (Liddell-Scott)

κισσοχᾰρής: -ές, χαίρων ἐπὶ τῷ κισσῷ, Ὀρφ. Ὕμν. 51. 12.

Greek Monolingual

κισσοχαρής, -ές (Α)
αυτός που ευχαριστιέται με τον κισσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -χαρής (< χάρος, τὸ), πρβλ. αιμοχαρής, θυρσοχαρής].