κιτρινίζω: (πιθαν. κιτρίζω), ἔχω τὸ χρῶμα τοῦ κίτρου, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Achmes.
κίτρινος1. αποκτώ κίτρινο χρώμα2. δίνω σε κάτι κίτρινο χρώμα, βάφω κίτρινο κάτι.