κιτρινίζω

Greek (Liddell-Scott)

κιτρινίζω: (πιθαν. κιτρίζω), ἔχω τὸ χρῶμα τοῦ κίτρου, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Achmes.

Greek Monolingual

κίτρινος
1. αποκτώ κίτρινο χρώμα
2. δίνω σε κάτι κίτρινο χρώμα, βάφω κίτρινο κάτι.