κιτρόφυλλον

English (LSJ)

τό, citron-leaf, Gp.9.28.1.

German (Pape)

[Seite 1443] τό, Citronenblatt, Geopon.

Greek (Liddell-Scott)

κιτρόφυλλον: τό, φύλλον κιτρέας ἢ λεμονιᾶς, λεμονόφυλλον, Γεωπ. 9. 28, 1.

Greek Monolingual

κιτρόφυλλον, τὸ (Μ)
φύλλο του δέντρου κιτριά.