κιτριά

From LSJ

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source

Greek Monolingual

και κιτρέα, η (Μ κιτρέα) [κίτρο(ν)]
βοτ. κοινή ονομασία του είδους Citrus medica του γένους κίτρο(ν) που ανήκει στα εσπεριδοειδή και που καλλιεργείται σε μεσογειακές περιοχές και στις Δυτικές Ινδίες για τους καρπούς του με τον παχύ φλοιό.