κιτρόχρους

English (LSJ)

κιτρόχρουν, citron-coloured, Tz.H.9.630.

Greek Monolingual

κιτρόχρους, -ουν και -οος, -οον (Μ)
αυτός που έχει το χρώμα τών κίτρων, κιτρινόχρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίτρον + -χρους (< χρώς), πρβλ. λευκόχρους, φαιόχρους].