κλάλιον

English (LSJ)

v. κλανίον.

Greek Monolingual

κλάλιον, το (Α)
κλανίον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εσφ. γρφ. του κλανίον ή ίσως για άλλο τύπο του κατ' επίδραση του ψέλιον.