κλίμαξ

Greek Monolingual

(I)
κλῖμαξ, -ακος, ἡ (Α)
βλ. κλίμακα.
(II)
η
βιολ. το τελευταίο στάδιο της διαδοχής που μπορεί να επιτευχθεί από μια φυτοκοινωνία σε μια περιοχή κάτω από τις περιβαλλοντικές συνθήκες που επικρατούν επί έναν συγκεκριμένο χρόνο, αλλ. κολοφώνας.