κλαδάσσομαι

English (LSJ)

Pass., rush violently, surge, αἷμα κλαδασσόμενον διὰ γυίων Emp.100.22.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλαδάσσομαι [κλαδαρός?] snel stromen.

Russian (Dvoretsky)

κλᾰδάσσομαι: волноваться, бурлить (αἷμα κλαδασσόμενον Emped. ap. Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

κλᾰδάσσομαι: ἐξορμῶ, κινοῦμαι μετὰ σφοδρότητος, αἷμα κλαδασσόμενον διὰ γυίων Ἐμπεδ. 364· ὁ Λοβ. Παθ. Προλεγ. 89 διορθοῖ, κλυδασσόμενον, κλυδωνιζόμενον.

Greek Monolingual

κλαδάσσομαι (Α)
κινούμαι με ορμήαἷμα κλαδασσόμενον διὰ γυίων», Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Από το θ. του κλαδαρός «εύθραυστος». Για τη σημ. βλ. λ. κλαδαρός.