κλαδίσκος

English (LSJ)

ὁ, Dim. of κλάδος, Gal.12.35, Anacreont.18.4.

German (Pape)

[Seite 1445] ὁ, dasselbe; Anacr. 67, 13; Hesych.

Russian (Dvoretsky)

κλᾰδίσκος: ὁ Anacr. demin. к κλάδιον.

Greek (Liddell-Scott)

κλᾰδίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ ἑπομ., Ἀνακρεόντ. 18. 4.

Greek Monolingual

ο (Α κλαδίσκος)
μικρός κλάδος, κλαδάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλάδος (Ι) + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. τροχ-ίσκος, υπαλληλίσκος)].

Greek Monotonic

κλᾰδίσκος: ὁ, υποκορ. του επόμ., σε Ανακρεόν.