και κλαούρα, η1. το συνεχές και σιγανό κλάψιμο2. μεμψιμοιρία, παράπονο, γκρίνια.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλάψα + κατάλ. -ούρα, πιθ. κατά το μουρμ-ούρα].